
Το μεσημέρι ξυπνάω στη γνωστή υπνωτική θολούρα, φαίνεται ο κατάλληλος άνθρωπος για να μιλήσω, ο πιο ναρκομανής. Σκάει μύτη σαν βραζιλιάνικο σήριαλ στις δυόμισι, την πιο ζεστή ώρα του καλοκαιριού. Το θερμόμετρο δείχνει τριάντα εννιά καυτούς Κελσίου, ο ιδρώτας στην ταράτσα χύνεται σε αυλάκια.
- Είσαι μαλάκας, τσυρίζω, πράγμα που πυροδοτεί ένα μονόλογο που διαρκεί πέντε λεπτά, πάνω στο χαλί του "Μισιρλού".
- Προχθές πήρες τη φίλη σου τηλέφωνο, ενώ θα μπορούσες να μιλήσεις σε μένα, τι ήθελες ακριβώς να πεις; Ζήσαμε όλο αυτό το μαγικό πράγμα, ήμασταν τόσο κοντά και ήθελες να μιλήσεις σε κάπιον ΑΛΛΟ; Βλέπω όλη αυτή την αθλιότητα γύρω μου, όλη αυτή τη δυστυχία στις σχέσεις των ανθρώπων και πονάω, με πληγώνει, με διαλύει, λυπάμαι και ταυτόχρονα δε θέλω να γίνω σαν κι αυτούς. Δεν είμαι ένας αδιάφορος, αναίσθητος τύπος, δεν είμαι καθόλου κουλ ή παχύδερμο, κι όσο για προχθές δεν τα έκανα από αδιαφορία τα σχόλια για το μωρό, ήθελα να σε κάνω να γελάσεις. Μου φάνηκε το καλύτερο που είχα να κάνω.
σελίδα 259, εκδόσεις Κέδρος
No comments:
Post a Comment