Ζητούσα μια σιωπή
να σπάσει τη δική μου
και βρήκα μια άνοιξη.
Ήταν αρκετά ωραία,
χαμένη όμως στα μαύρα,
κρυμμένη απ'το βλέμμα
κόντεψα να μην τη συγκρατήσω.
Όμως, ήταν εκεί και σιωπούσε.
Το απόγευμα άρχισαν να ταιριάζουν πάνω της όλα τα χρώματα,
σαν ανθισμένος πυρετός
μπήκε μέσα μου
και ξύπνησε όλους τους πόνους που φύλαγα ως τότε.
Ήξερε να γιατρεύει τις πληγές.
Έψαξα για ώρα στα μάτια της
όπου κανένας ήχος δεν είχε ακουστεί για ένα χρόνο.
Εκεί, την είδα να ταξιδεύει στο όνειρό μου,
ενώ εγώ βρισκόμουν ήδη στο δικό της.
Κατάλαβα, όχι αμέσως, ότι έμοιαζαν
με τα λουλούδια που αλλάζουν χρώμα στο κρύο,
ότι είχαν γεμίσει με άμμο απ'τ'όνειρο
που από καιρό τα έγλυφε σαν κύμα.
Της τραγούδησα τα χρώματα, μαζί και χωριστά.
Την χάιδεψα έτσι που η ψυχή της έτριζε στο σώμα μου.
Της τάισα τη γλώσσα μου.
Άφησα στον αφαλό της τα δόντια και το μάγουλό μου,
σκουλαρίκια και δαχτυλίδια
που γέμισαν το στόμα και τα στήθη της.
Την κράτησα στον αέρα,
ώσπου οι χτύποι της καρδιάς της μετρούσαν
πια τέλεια το χρόνο μου.
Τότε, χαμογέλασε.
Με ένα γέλιο ακριβό,
γιατί γελούσε για πολλά την ίδια στιγμή.
Έσπασε.
Κοιμήθηκε,
όπως λειώνει ο πάγος.
Αλατισμένα δάκρυα στόλισαν τα μάγουλά της.
Από τη χαραμάδα στα κλειστά της βλέφαρα,
το όνειρό της έπαιρνε πια το φως του από τις στιγμές που θα έρθουν.
+
No comments:
Post a Comment